- ψευδεπίθεση
- [-ις (-εως)] η воен, ложная атака
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψευδεπίθεση — η, Ν στρ. προσποιητή επιθετική κίνηση στρατού, που γίνεται με σκοπό την παραπλάνηση τού αντιπάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + επίθεση. Η λ., στον λόγιο τ. ψευδεπίθεσις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek